- συσφάλλομαι
- συσφάλλομαι, [voice] Pass.,A fall with, τινι Max.Tyr.13.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συσφάλλομαι — Α πέφτω ή σκοντάφτω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφάλλομαι «πέφτω κάτω, παραπλανώμαι, κάνω λάθος»] … Dictionary of Greek